Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή

 


Ορισμός

Η Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή (Α.Γ.Δ.) είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που επηρεάζει την εκμάθηση, την κατανόηση και τη χρήση της γλώσσας. Ξεκινά από την παιδική ηλικία και συνεχίζεται και στην ενήλικη ζωή. Υπολογίζεται πως επηρεάζει 1 στα 14 άτομα.

Αξίζει να σημειωθεί πως, για να γίνει η διάγνωσή της, πρέπει να έχουν αποκλειστεί τα προβλήματα ακοής, η χαμηλή νοημοσύνη, ο αυτισμός και η περιβαλλοντική στέρηση.

Η Α.Γ.Δ. μπορεί να συνυπάρχει με τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής με ή χωρίς Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) και με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες (Δυσλεξία, Δυσαναγνωσία, Δυσγραφία, Δυσαριθμησία, Δυσπραξία).

Αιτία

Σύμφωνα με νευρολογικές μελέτες, η περιοχή Broca στον εγκέφαλο – η οποία είναι υπεύθυνη για την κατανόηση και τη χρήση της γλώσσας – είναι μικρότερη σε άτομα με Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή.

Επίσης, η διαταραχή αυτή είναι κατά βάση κληρονομική.

Συμπτώματα

Οι άνθρωποι με Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου τους συγκριτικά με τους συνομηλίκους τους.

Παρακάτω θα αναφερθούν ενδείξεις της διαταραχής στους εξής τομείς.

1.  Κατανόηση

2.  Φωνολογία (εκφορά των ήχων της γλώσσας)

3.  Λεξιλόγιο

4.  Μορφολογία

5.  Σύνταξη

6.  Πραγματολογία (χρήση της γλώσσας ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες)

1.  Κατανόηση

i)              Κατανοούν και μαθαίνουν λιγότερες λέξεις από αυτές που αναμένονται για τη χρονολογική τους ηλικία.

ii)            Δυσκολεύονται στο να κατανοήσουν, να απομνημονεύσουν και να εφαρμόσουν οδηγίες και σύνθετες εντολές.

iii)         Δυσκολεύονται στο να πάρουν μέρος σε συζητήσεις.

iv)         Δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τα συναισθήματα του άλλου.

v)            Δυσκολεύονται στην κατανόηση μεταφορικών εκφράσεων, αστείων, σαρκασμού, λογοπαιγνίων, ιδιωματισμών και ειρωνείας.

2.  Φωνολογία

i)              Αντικαθιστούν φθόγγους («νελό» αντί για «νερό»).

ii)            Προσθέτουν ή παραλείπουν φθόγγους («καρέκα» αντί για «καρέκλα»).

iii)         Δυσκολεύονται στο να εντοπίσουν την ομοιοκαταληξία ανάμεσα στις λέξεις, τον πρώτο και τον τελευταίο φθόγγο των λέξεων, όπως και να χωρίσουν τις λέξεις σε συλλαβές. 

3.  Λεξιλόγιο

i)              Έχουν περιορισμένο λεξιλόγιο σε σχέση με αυτό που αναμένεται για τη χρονολογική τους ηλικία.

ii)            Χρησιμοποιούν συχνά αναφορικές λέξεις όπως «αυτό», «πράγμα».

iii)         Χρησιμοποιούν νεολογισμούς όπως «τουτού» αντί για «αυτοκίνητο», και γενικεύσεις όπως «ζώο» αντί για «σκύλος».

iv)         Σύγχυση του «όχι» με το «δεν» (π.χ. «όχι μπορώ» αντί «δεν μπορώ»).

v)            Δυσκολεύονται στο να βρουν τις κατάλληλες λέξεις για να εκφραστούν.

vi)         Δυσκολεύονται στην αφήγηση μιας ιστορίας και στην εξήγηση μιας κατάστασης που τους συμβαίνει.

vii)       Ο λόγος τους δεν βγάζει νόημα.

4.  Μορφολογία

i)              Ασυμφωνία αριθμού ή και πτώσης ανάμεσα στο επίθετο και το ουσιαστικό (π.χ. «όμορφες μέρα»).

ii)            Ασυμφωνία αριθμού ανάμεσα στο υποκείμενο και στο ρήμα (π.χ. «Το αγόρι πάνε»).

iii)         Λανθασμένη χρήση χρόνου (π.χ. «Χθές πάμε»).

iv)         Λάθος σχηματισμός των ουσιαστικών στον πληθυντικό (π.χ. «οι μανάβες, οι αλεπούς»).

v)            Λανθασμένη χρήση επιρρημάτων και προθέσεων (π.χ. «πάνω το τραπέζι»).

vi)         Δυσκολία στη χρήση των φωνών, των αντωνυμιών και των άρθρων.

5.  Σύνταξη

i)              Παραγωγή τηλεγραφικού λόγου, προτάσεων δηλαδήαπό τις οποίες λείπουν λειτουργικές λέξεις, όπως το ρήμα, το άρθρο, οι αντωνυμίες και οι σύνδεσμοι (π.χ. «μωρό θέλει κούνια»).

ii)            Απουσία υποκειμένου ή αντικειμένου.

iii)         Δυσκολία στη δημιουργία δευτερευουσών και ερωτηματικών προτάσεων.

iv)         Παράλειψη των συμπληρωματικών δεικτών (π.χ. «έμαθα η ομάδα μου κέρδισε» αντί «έμαθα ότι η ομάδα μου κέρδισε»).

6.  Πραγματολογία

i)              Δυσκολεύονται να κάνουν ερωτήσεις και  να ζητήσουν πληροφορίες.

ii)            Ξεχνούν τα ονόματα των άλλων.

iii)         Δε γνωρίζουν πώς να πιάσουν κουβέντα με τους άλλους.

iv)         Δυσκολεύονται να εκφράσουν τις σκέψεις, τις απόψεις και τα συναισθήματά τους.

v)            Δυσκολεύονται στην κοινωνική αλληλεπίδραση με τους συνομηλίκους τους.

Συνέπειες της αναπτυξιακής γλώσσικής διαταραχής

1) Μαθησιακές δυσκολίες (δυσκολία στην κατανόηση και την παραγωγή προφορικού και γραπτού λόγου).

2)  Απόσυρση από δραστηριότητες όπως η παρακολούθηση ταινιών ή η απόκτηση διπλώματος οδήγησης λόγω δυσκολιών στην κατανόηση.

3) Προβλήματα στην κοινωνικοποίηση και κοινωνική απομόνωση.

4) Συναισθηματικές δυσκολίες, καθώς το γεγονός ότι δεν μπορούν να εκφράσουν τις απόψεις τους τούς προκαλεί εκνευρισμό και απογοήτευση.

5) Επαγγελματική υποεπίδοση, καθώς δεν μπορούν να κατανοήσουν και συνεπώς να εκτελέσουν σύνθετες οδηγίες.

    Πώς αντιμετωπίζεται η Αναπτυξιακή Γλωσσική Διαταραχή;

1) Με λογοθεραπευτικές συνεδρίες.

2) Με ειδική διαπαιδαγώγηση.

Αξίζει να σημειωθεί πως στην Ελλάδα που έχουν διαγνωστεί με κάποιο πρόβλημα λόγου και ομιλίας (συμπεριλαμβανομένης της ΑΓΔ), δικαιούνται 25% επιπλέον χρόνο στις γραπτές δοκιμασίες και οι βαθμοί των ξένων γλωσσών και της μουσικής δεν συνυπολογίζονται στο γενικό μέσο όρο των βαθμών των μαθημάτων.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, η αναγνώριση των συμπτωμάτων της Αναπτυξιακής Γλωσσικής Διαταραχής και η έγκαιρη διάγνωσή της είναι μεγίστης σημασίας για την έγκαιρη αντιμετώπισή της.

Χριστίνα Αρετάκη

Φιλόλογος - Ειδική Παιδαγωγός (MSc)


Βιβλιογραφία

Ελληνική

Βογινδρούκας Ι., Οκαλίδου Α., Σταυρακάκη Σ. (2010). Αναπτυξιακές Γλωσσικές Διαταραχές. Επίκεντρο. Θεσσαλονίκη.

Μότσιου Ε. (2017). Αποκλίσεις(«Λάθη») στον παιδικό λόγο: Βασικές κατηγορίες ανά́ γλωσσικό́ επίπεδο με παραδείγματα. University Studio Press. Θεσσαλονίκη.

Ξενόγλωσση

Bishop, D. V. M.; North, T.; Donlan, C. (2008). "Genetic Basis of Specific Language Impairment: Evidence from a Twin Study". Developmental Medicine & Child Neurology. 37 (1): 56–71.

Clegg, J.; Hollis, C.; Mawhood, L.; Rutter, M. (2005). "Developmental language disorders - a follow-up in later adult life. Cognitive, language and psychosocial outcomes". Journal of Child Psychology and Psychiatry46 (2): 128–149.

Herbert, Martha R.; Kenet, T. (2007). "Brain Abnormalities in Language Disorders and in Autism". Pediatric Clinics of North America. 54 (3): 563–583.

Krishnan, Saloni; Watkins, Kate E.; Bishop, Dorothy V.M. (2016). "Neurobiological Basis of Language Learning Difficulties". Trends in Cognitive Sciences20 (9): 701–714.

Kuiack, A.; Archibald, L. (2019). "Developmental Language Disorder: The Childhood Condition We Need to Start Talking About". Frontiers for Young Minds. p. 7.

Mengisidou, M; Marshall, C. R.; Stavrakaki, S (2019). “Semantic fluency difficulties in developmental dyslexia and developmental language disorder (DLD): poor semantic structure of the lexicon or slower retrieval processes?”. International Journal of Language & Communication Disorders. 55 (1): 200 – 215.

Paul, R. (2006). Language Disorders from Infancy through Adolescence: Assessment and Intervention, 3rd Edition. St. Louis: Mosby-Year Book.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΔΕΠ - Υ

Τα τελευταία χρόνια η διάγνωση μαθητών με ΔΕΠ-Υ γίνεται ολοένα και πιο συχνά. Τι σημαίνει όμως ΔΕΠ-Υ και ποια είναι τα συμπτώματά της; Πως προκαλείται; Ποια είναι τα προβλήματα που επιφέρει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου; Πως μπορεί να αντιμετωπιστεί; Αυτά τα ερωτήματα θα απαντηθούν παρακάτω: Ορισμός Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής με ή χωρίς Υπερκινητικότητα είναι μία νευροαναπτυξιακή διαταραχή που χαρακτηρίζεται από δυσκολία στη συγκέντρωση προσοχής, υπερβολική δραστηριότητα και παρορμητική συμπεριφορά. Τα χαρακτηριστικά αυτά των παιδιών δεν ταιριάζουν με τα αναμενόμενα για την ηλικία τους. Εμφανίζεται στα παιδιά σε ποσοστό 5 – 7%. Το 30 – 50% των παιδιών με ΔΕΠ-Υ εξακολουθούν να έχουν συμπτώματα και στην ενήλικη ζωή τους.   Τύποι Με βάση τα συμπτώματα που επικρατούν διακρίνουμε τρεις τύπους ΔΕΠΥ: 1)   Τύπος Απροσεξίας • δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, • αποσπάται εύκολα από άσχετα ερεθίσματα, • δεν φαίνεται να ακούει, • δε δίνει σημασία στις λεπτομέρειες,

Σύνδρομο Down

Τι είναι; Το σύνδρομο Down είναι μια γενετική κατάσταση, η οποία επηρεάζει την σωματική διάπλαση και την κινητική και γνωστική ανάπτυξη των ατόμων. Εμφανίζεται περίπου σε 1 ανά 700 γεννήσεις. Αιτία Το σύνδρομο προκαλείται παρουσία ενός επιπλέον χρωμοσώματος στο 21 ο ζεύγος χρωμοσωμάτων. Όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία κύησης της γυναίκας,   τόσο μεγαλύτερες είναι και οι πιθανότητες εμφάνισης του συνδρόμου. Αναλυτικότερα, όταν η γυναίκα είναι 20 ετών, η πιθανότητα είναι 1 στις 2.000, ενώ όταν είναι 40, είναι 1 στις 100. Σωματικά χαρακτηριστικά 1.   Επίπεδο πρόσωπο 2.   Μικρό κεφάλι 3.   Κοντός λαιμός 4.   Προεξέχουσα γλώσσα 5.   Λοξά προς τα πάνω μάτια 6.   Μικρά αυτιά 7.   Πλατιά κοντά χέρια με μια πτυχή στην παλάμη 8.   Χαλαρός μυϊκός τόνος 9.   Οι άνδρες εμφανίζουν στειρότητα. Οι γυναίκες αν τεκνοποιήσουν έχουν 50% πιθανότητα να κυοφορήσουν παιδί με το σύνδρομο. Επίσης, εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο για παθήσεις στην καρδιά, στο θυρεοειδή, στο γαστρεντερικό